κόρνο

κόρνο
Ονομασία κατηγορίας πνευστών οργάνων, τα οποία συνήθως έχουν κωνικό άνοιγμα. Ο ήχος στο κ. παράγεται από τη δόνηση που προκαλεί ο εκτελεστής με τα χείλη του μέσω ενός επιστομίου (όπως στην τρομπέτα). Τα φυσικά κ. (από κέρατα ζώων), τα οποία παράγουν μία ή δύο νότες όταν ο μουσικός φυσήξει μέσα σε μια οπή, απαντώνται σε πολλούς πολιτισμούς. Πολλά από αυτά περιλαμβάνουν τα μεσαιωνικά κυνηγετικά κ., τα βασιλικά αφρικανικά κ. από ελεφαντόδοντο, το ρωμαϊκό κέρας και το εβραϊκό σοφάρ. Από την απομίμηση των οργάνων αυτών σε μέταλλο αναπτύχθηκαν κ., όπως το μεγάλο ποιμενικό κ. (lur) της αρχαίας Σκανδιναβίας, η αναγεννησιακή κορνέτα, η σάλπιγγα κ.ά. Το ορχηστρικό γαλλικό κ. εμφανίστηκε περίπου το 1650 στη Γαλλία και αποτελεί μια ογκώδη εκδοχή των μικρότερων, ημικυκλικού σχήματος κ., τα οποία είχαν επανασχεδιαστεί με κυκλικό σπειροειδή σωλήνα. Το γαλλικό κυνηγετικό κ., το οποίο εισήχθη στην ορχήστρα κατά τις αρχές του 18ου αι., παρήγαγε περίπου 12 νότες της φυσικής αρμονικής σειράς. Το κ. απέκτησε μεγαλύτερη ευελιξία κατά το 1750 με την εφεύρεση της τεχνικής της παύσης με το χέρι. Αυτό συνεπαγόταν την τοποθέτηση του χεριού στη χοάνη του κ. για τροποποίηση του τόνου των φυσικών μουσικών φθόγγων, γεγονός που αποτελούσε πλεονέκτημα για το παίξιμο του κ. Η εφεύρεση των βαλβίδων, στις αρχές του 19ου αι., αποτέλεσε επανάσταση για το κ., επιτρέποντας στον μουσικό να τροποποιεί το μήκος του σωλήνα απλώς με την κίνηση ενός δαχτύλου. Ένα κ. στο κλειδί του φα, με τρεις βαλβίδες, μπορεί να παράγει μια χρωματική κλίμακα περισσότερων από τρεις οκτάβες. Οι σύγχρονοι μουσικοί χρησιμοποιούν την παύση με το χέρι για να επηρεάσουν τον τονισμό και τη χροιά του τόνου. Κόρνο σε «φα» με τρία έμβολα· η εφεύρεση του κόρνου με έμβολα άλλαξε ριζικά την τεχνική του χάλκινου αυτού πνευστού.
* * *
το (Μ κόρνον)
νεοελλ.
1. πνευστό μουσικό όργανο διαφόρων σχημάτων, το κέρας
2. η κόρνα, το κλάξον τών αυτοκινήτων
μσν.
κέρατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corno].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορνο(σ)κόπιον — τὸ (Α) (στο Βυζάντιο) είδος γυναικείου κοσμήματος, πόρπης που έμοιαζε με το κέρας τής Αμαλθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cornu copiae «κέρας τής Αμαλθείας (αφθονίας)». Το σ πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση με τα ουσ. σε σκόπιον] …   Dictionary of Greek

  • κόρνο — το (λ. ιταλ.) 1. πνευστό μουσικό όργανο. 2. το κλάξον των αυτοκινήτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • παρτιτούρα — (Μουσ.) Το σύνολο των διαφόρων φωνητικών και οργανικών μερών, που αποτελούν μια μουσική σύνθεση, και τα οποία, καταχωρούμενα το ένα κάτω από το άλλο, υποδεικνύουν κάθετα τα μουσικά όργανα και τις ανθρώπινες φωνές που προορίζονται για συνήχηση.… …   Dictionary of Greek

  • όμποε — Πνευστό μουσικό όργανο με διπλό καλάμι σαν της πίπιζας, εφαρμοσμένο σε έναν εβένινο σωλήνα που φαρδαίνει σε σχήμα καμπάνας· σε αυτόν προσαρμόζουν τα κλειδιά. Η ονομασία προέρχεται από τα γαλλικά hautbois (ψηλό ξύλο) που προσδιόριζε το όργανο αυτό …   Dictionary of Greek

  • Μάρτιος — Ο τρίτος μήνας του έτους, με 31 ημέρες, στο Ιουλιανό και αργότερα στο Γρηγοριανό ημερολόγιο. Στο ρωμαϊκό ημερολόγιο ο Μ. αποτελούσε τον πρώτο μήνα του έτους και ήταν αφιερωμένος στον θεό Άρη, από το λατινικό όνομα του οποίου (Mars) απέκτησε ο… …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… …   Dictionary of Greek

  • κόρνεον — κόρνεον, τὸ (Μ) κόρνο, κέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corno] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”